- Κρόου
- (Crow). Λαός αυτοχθόνων της Βόρειας Αμερικής. Ανήκουν φυλετικά στους Σιου, ενώ παλαιότερα κατοικούσαν στην ανατολική Μοντάνα και στο Γουαϊόμινγκ (ΗΠΑ). Η εθνική ονομασία του λαού αυτού είναι Αμπσάροκα (άνθρωποι-πουλιά), την οποία οι Γάλλοι μετέτρεψαν περιφρονητικά σε hommes-corbeaux (άνθρωποι-κοράκια) και οι Αμερικανοί σε Crow (κοράκια). Αρχικά αποτελούσαν μέρος του έθνους Χιντάτσα, ζώντας ως ημινομάδες γεωργοί. Όταν απωθήθηκαν στις πεδιάδες του Μισισιπή τον 18ο αι., έγιναν νομάδες κυνηγοί και περίφημοι δρομείς των λειμώνων μετά την εκμάθηση της ιππασίας. Αν και ήταν εχθρικά διακείμενοι προς τους λευκούς, δεν υπήρξαν ποτέ ιδιαίτερα εκδικητικοί, αλλά περιορίζονταν απλώς να ληστεύουν και να απογυμνώνουν τους αιχμαλώτους. Με την επέκταση των αποίκων αποσύρθηκαν στα Βραχώδη Όρη, αποφεύγοντας τις συγκρούσεις. Υπήρξαν οι πρώτοι που δέχτηκαν τον εγκλεισμό τους σε ειδικούς καταυλισμούς (περιοχή των Κ. στη Μοντάνα) και παρείχαν ικανότατους οδηγούς στον στρατό των ΗΠΑ. Ζούσαν σε μια ανεπτυγμένη κοινωνία με μητριαρχική διάρθρωση, υπό την ηγεσία ενός αρχηγού που εξέλεγε το Συμβούλιο των Γερόντων. Πίστευαν σε ένα υπερφυσικό ον ως δημιουργό του κόσμου, σε αγαθά και κακά πνεύματα και στον Μανιτού (τοτεμικό πνεύμα, προστάτη των πολεμιστών). Κατοικούσαν σε σκηνές από ραμμένα δέρματα, των οποίων την κατασκευή αναλάμβαναν οι γυναίκες· οι τελευταίες φρόντιζαν επίσης για τη συλλογή βοτάνων, καρπών και φαγώσιμων χορταρικών. Οι άντρες ασχολούνταν με το κυνήγι του βίσονα και την εκτροφή αλόγων. Δεν έθαβαν τους νεκρούς, αλλά τους άφηναν πάνω σε υψηλές εξέδρες στερεωμένες σε πασσάλους ή σε κορμούς δέντρων. Ήταν εχθροί με τους Σιου και βοήθησαν τους λευκούς στην εκστρατεία εξάλειψής τους τον 19ο αι. Το 1990 οι Κ. υπολογίζονταν σε περίπου 9.000 άτομα, τα περισσότερα από τα οποία κατοικούν στην ειδική περιοχή της Μοντάνα.
Ινδιάνος Κρόου με το «τσιμπούκι» του, έργο του Κάτλιν (1829).
Dictionary of Greek. 2013.